μετωποσωφρων

μετωποσωφρων
    μετωποσώφρων
    μετωπο-σώφρων
    2, gen. ονος со скромностью на челе, т.е. скромный
    

(Aesch. - v. l. σεσωφρονισμένος)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μετωποσωφρων" в других словарях:

  • μετωποσώφρων — μετωποσώφρων, ον (Α) αυτός που έχει σεμνό μέτωπο, σεμνή έκφραση προσώπου, σεμνοπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + σώφρων (πρβλ. φιλο σώφρων)] …   Dictionary of Greek

  • μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»